εργάζομαι, ρ. [<αρχ. ἐργάζομαι], εργάζομαι. 1. κοροϊδεύω κάποιον: «μην τον εργάζεσαι τον άνθρωπο». 2. (για μηχανές) λειτουργώ, δουλεύω: «δεν εργάζεται καλά η μηχανή του αυτοκινήτου σου». Πρβλ.: άρχισαν τα όργανα το μπουζούκι εργάζεται,να ’το το κορίτσι μου σιέται και τινάζεται (Λαϊκό τραγούδι)·
- η ανάγκη τέχνη εργάζεται κι η πουτανιά φτιασίδι, βλ. λ. πουτανιά·
- ο χρόνος εργάζεται για…, βλ. λ. χρόνος·
- ο χρόνος εργάζεται για λογαριασμό μου (σου, κ.λπ.), βλ. λ. χρόνος·  
- ο χρόνος εργάζεται για μένα (για σένα κ.λπ.), βλ. λ. χρόνος·
- σ’ εργάζομαι και σε κατεργάζομαι, (ειρωνικά) σε κοροϊδεύω: «έχω την εντύπωση πως μ’ εργάζεσαι. -Σ’ εργάζομαι και σε κατεργάζομαι». Πολλές φορές, η φρ. ακούγεται και ως εξής: όχι μόνο σ’ εργάζομαι αλλά και σε κατεργάζομαι· βλ. και λ. κατεργάζομαι.